- μασσαρία
- μασσαρία και μασσαριά και μεσσαρία και μεσσαριά, ἡ (Μ)1. μικρή αγροτική ιδιοκτησία2. αντικείμενο τής κινητής ιδιοκτησίας, συνήθως έπιπλο ή σκεύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. massaria. Ο τ. μεσσαρία πιθ. από το ιταλ. masseria (πρβλ. μέσ. γαλλ. masserie)].
Dictionary of Greek. 2013.